- αγγλοφοβία
- η [αγγλόφοβος]φόβος, δυσπιστία ή έχθρα για τους Άγγλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγλόφοβος — η, ο αυτός που φοβάται ή εχθρεύεται τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φοβούμαι. ΠΑΡ. αγγλοφοβία] … Dictionary of Greek
αγγλόφοβος — η, ο εκείνος που φοβάται τους Άγγλους ή δυσπιστεί σ αυτούς· αφηρημ. ουσ. αγγλοφοβία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)